- στερεοσαρκότερος
- στερεόσαρκοςwith hardmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερεόσαρκος — ον, Α αυτός που έχει σφιχτό κρέας («ὁ ἀνὴρ στερεοσαρκότερος ἐὼν τῆς γυναικός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek